κοπροφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (pape replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koprofagos
|Transliteration C=koprofagos
|Beta Code=koprofa/gos
|Beta Code=koprofa/gos
|Definition=[<b class="b3">φᾰ], ον</b>, [[dung-eating]], Gal.12.249, <span class="bibl">Diogenian.3.49</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[βοῦς Κύπριος]].
|Definition=[φᾰ], ον, [[dung-eating]], Gal.12.249, Diogenian.3.49, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[βοῦς Κύπριος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>Mist [[fressend]]</i>, Diog. 3.49, 5.80.
|ptext=<i>[[Mist fressend]]</i>, Diog. 3.49, 5.80.
}}
}}

Revision as of 08:42, 5 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροφάγος Medium diacritics: κοπροφάγος Low diacritics: κοπροφάγος Capitals: ΚΟΠΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: koprophágos Transliteration B: koprophagos Transliteration C: koprofagos Beta Code: koprofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, dung-eating, Gal.12.249, Diogenian.3.49, Hsch. s.v. βοῦς Κύπριος.

Greek Monolingual

-ο (ΑM κοπροφάγος, -ον)
1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα
2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά
νεοελλ.
1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία
2. φρ. «κοπροφάγα έντομα»
ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων, λεπιδοκέρων, που ζουν στην κόπρο και γενικά στα απεκκρίματα τών χορτοφάγων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -φάγος (< θ. φαγ- του -φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, φυτοφάγος.

German (Pape)

Mist fressend, Diog. 3.49, 5.80.