βαρύγουνος: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux genoux alourdis.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[γόνυ]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux genoux alourdis]].<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[γόνυ]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠγουνος Medium diacritics: βαρύγουνος Low diacritics: βαρύγουνος Capitals: ΒΑΡΥΓΟΥΝΟΣ
Transliteration A: barýgounos Transliteration B: barygounos Transliteration C: varygounos Beta Code: baru/gounos

English (LSJ)

ον, heavy-kneed, lazy, Call.Del. 78, Coluth.121:—also βᾰρῠ-γούνατος Theoc.18.10.

German (Pape)

[Seite 433] dasselbe, Callim. Del. 78; Coluth. 120; Nonn. öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux genoux alourdis.
Étymologie: βαρύς, γόνυ.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύγουνος: -ον, ὁ βαρέα ἔχων τὰ γόνατα, ὀκνηρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78· βᾰρῡγούνατος Θεόκρ. 18. 10.

Greek Monolingual

βαρύγουνος και βαρυγούνατος, -ον (Α)
αυτός που νιώθει βαριά τα γόνατά του, που βαριέται ή δεν μπορεί να κινηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γόνυ (γεν. γόνατος και γούνατος και γουνός)].

Greek Monotonic

βᾰρύγουνος: -ον (γόνυ), αυτός που έχει βαριά γόνατα, οκνηρός, σε Καλλ.· επίσης, βᾰρῠ-γούνατος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

γόνυ
heavy-kneed, lazy, Call.