γυναικοκρατία: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />domination des femmes.<br />'''Étymologie:''' cf. [[γυναικοκρατέομαι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[domination des femmes]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[γυναικοκρατέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:00, 8 January 2023
English (LSJ)
(γυναικοκράτεια Procop.Arc.5), ἡ, dominion of women, gynecocracy Arist.Pol.1313b33, Plu.Cat. Ma.8: title of plays by Amphis and Alexis.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): γυναικοκράτεια Procop.Arc.5.26
1 sumisión a las mujeres γ. τε περὶ τὰς οἰκίας Arist.Pol.1313b33, μὴ κρατῶν τῆς πολλῆς ἀνέσεως καὶ γυναικοκρατίας διὰ τὰς πολλὰς στρατείας τῶν ἀνδρῶν Plu.Lyc.14, cf. Cat.Ma.8, Procop.l.c.
•c. gen. obj. τῆς Ἀντωνίου γυναικοκρατίας Plu.Ant.10 (ap. crít.).
2 ginecocracia cierto tipo de matriarcado entre los antiguos cántabros, Str.3.4.18
•tít. de sendas comedias de Anfis, Ath.336c, y de Alexis, Poll.9.44.
German (Pape)
[Seite 510] ἡ, Weiberherrschaft, Arist. Polit. 5, 11; Plut. Cat. mai. 8; s.-κρασία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
domination des femmes.
Étymologie: cf. γυναικοκρατέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικοκρατία -ας, ἡ [γυναικοκρατέομαι] heerschappij van vrouwen.
Russian (Dvoretsky)
γῠναικοκρᾰτία: ἡ господство женщин Arst., Plut.
Greek Monolingual
η (Α γυναικοκρατία και γυναικοκράτεια)
1. επικράτηση τών γυναικών ή υποταγή τών ανδρών στις γυναίκες
2. η μητριαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. γυναικοκρατία < γυνή, γυναικός + -κρατία < -κρατής < κράτος
γυναικοκράτεια < γυνή, γυναικός + -κράτεια < -κρατής < κράτος.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικοκρᾰτία: ἡ, ἡ τῶν γυναικῶν κυριαρχία, Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 11, Πλούτ. Κάτ. Πρεσβ. 8