δίχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)

Source
m (Text replacement - "subst" to "subst")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de deux couleurs.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χρῶμα]].
|btext=ος, ον :<br />[[de deux couleurs]].<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χρῶμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίχρωμος Medium diacritics: δίχρωμος Low diacritics: δίχρωμος Capitals: ΔΙΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: díchrōmos Transliteration B: dichrōmos Transliteration C: dichromos Beta Code: di/xrwmos

English (LSJ)

ον, = δίχροος (two-coloured, two-colored), Luc.Prom.Es4, Gal.13.460. II Subst. δίχρωμος, ἡ, name of a plaster, Aët.15.13. 2 δίχρωμον, τό, = περιστερεὼν ὕπτιος = Verbena officinalis, common vervain, common verbena, Ps.-Dsc.4.60.

Spanish (DGE)

-ον
I bicolor, ἄνθρωπος Luc.Prom.Es.4, ζῴδιον de Aries, Vett.Val.5.24, σῦκα Gp.10.53.2.
II subst.
1 medic. ἡ δ. (sc. ἔμπλαστρος) el emplasto de dos colores Gal.13.460, Aët.15.13 (p.45), Paul.Aeg.4.48.3, 7.17.55.
2 bot. τὸ δ. verbena, Verbena supina L., o v. Verbena officinalis L., Ps.Dsc.4.60.

German (Pape)

[Seite 647] dasselbe, Luc. Prom. 4 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de deux couleurs.
Étymologie: δίς, χρῶμα.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίχρωμος, -ον)
αυτός που έχει δύο χρώματα
μσν.
το θηλ. ως ουσ. η δίχρωμος
ονομασία εμπλάστρου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δίχρωμον
το φυτό περιστερόχορτο.

Greek Monotonic

δίχρωμος: -ον (χρῶμα), αυτός που έχει δύο χρώματα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

δίχρωμος: Luc. = δίχροος.

Middle Liddell

adj χρῶμα
two-coloured, Luc.