διάρκεια: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />suffisance.<br />'''Étymologie:''' [[διαρκής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[suffisance]].<br />'''Étymologie:''' [[διαρκής]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:13, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρκεια Medium diacritics: διάρκεια Low diacritics: διάρκεια Capitals: ΔΙΑΡΚΕΙΑ
Transliteration A: diárkeia Transliteration B: diarkeia Transliteration C: diarkeia Beta Code: dia/rkeia

English (LSJ)

ἡ, sufficiency, τῆς τροφῆς Thphr.CP1.11.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
suficiencia τῆς τροφῆς Thphr.CP 1.11.6, cf. Hermog.Inu.4.4, Anecd.Ludw.207.7, Eust.1851.49.

German (Pape)

[Seite 599] ἡ, die Hinlänglichkeit, Ausdauer, τῆς τροφῆς, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
suffisance.
Étymologie: διαρκής.

Greek (Liddell-Scott)

διάρκεια: ἡ, ἐπάρκεια, τροφῆς Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 11, 6. 2) παράτασις, συνέχεια, διάρκεια, πνεύματος Ἑρμογ.

Greek Monolingual

η (AM διάρκεια)
διάστημα χρόνου συνεχές και αδιάκοπο
νεοελλ.
1. αντοχή, στερεότητα
2. γραμμ. α) παράταση ή συχνή επανάληψη ρηματικής ενέργειας
β) ο χρόνος που απαιτείται για την εκφώνηση φωνήματος ή ομάδας φωνημάτων (για φωνήεντα ή συλλαβές ονομάζεται ποσότητα)
αρχ.
επάρκεια (συνήθ. τροφής)·