εὐηφενής: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />très riche.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄφενος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[très riche]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄφενος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, (ἄφενος) wealthy, Il.11.427, 23.81 (vulg. εὐηγ-): as pr.n., IG12 (8).376.14 (Thasos).
German (Pape)
[Seite 1068] ές (ἄφενος), sehr reich, V, l. Il. 93, 81, für εὐηγενής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très riche.
Étymologie: εὖ, ἄφενος.
Russian (Dvoretsky)
εὐηφενής: весьма богатый (Τρῶες Hom. - v.l. к εὐηγενής).
Greek (Liddell-Scott)
εὐηφενής: -ές, (ἄφενος) πλουτῶν, εὖ πλουτῶν, ἢ εὖ τῷ πλούτῳ χρώμενος, αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο Ἰλ. Λ. 427· Τρώων εὐηφενέων Ψ. 81 (κοιν. εὐηγ-).
Greek Monolingual
εὐηφενής, -ές (Α)
εύπορος, πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άφενος (το) «πλούτος»].