εὔσεπτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />très vénérable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], σέβομαι. | |btext=ος, ον :<br />[[très vénérable]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], σέβομαι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:20, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, (σέβω) reverent, S.OT864 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1097] sehr ehrwürdig, Soph. O. R. 864.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très vénérable.
Étymologie: εὖ, σέβομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὔσεπτος: σέβω почтенный, священный (ἁγνεία λόγων ἔργων τε Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔσεπτος: -ον, (σέβω) λίαν σεπτός, θεῖος, ἱερός, τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων ἔργων τε πάντων Σοφ. Ο. Τ. 864.
Greek Monolingual
εὔσεπτος, -ον (Α)
σεβαστικός, γεμάτος σεβασμό («τὰν εὔσεπτον ἁγνείαν λόγων», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σεπτός «σεβαστός»].
Greek Monotonic
εὔσεπτος: -ον (σέβω), σεπτός, θείος, ιερός, σε Σοφ.