κακόμοιρος: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μοῖρα]]. | |btext=ος, ον :<br />[[malheureux]].<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[μοῖρα]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:29, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, ill-fated, ὠδῖνες AP7.375 (Antiphil.), cf. Maiuri Nuova Silloge630.
German (Pape)
[Seite 1301] von bösem Geschick, unglücklich, ὠδῖ. νες Antiphil. 40 (VII, 375).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
malheureux.
Étymologie: κακός, μοῖρα.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόμοιρος: злосчастный, роковой (ὠδῖνες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κακόμοιρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων κακὴν μοῖραν, δυστυχής, Ἀνθ. Π. 7. 375.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος.
επίρρ...
κακόμοιρα
άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονόμοιρος, ολβιόμοιρος].
Greek Monotonic
κᾰκόμοιρος: -ον (μοῖρα), δύσμοιρος, κακότυχος, σε Ανθ.