πανηγυριστής: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se rend à une fête solennelle.<br />'''Étymologie:''' [[πανηγυρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui se rend à une fête solennelle]].<br />'''Étymologie:''' [[πανηγυρίζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνηγῠριστής Medium diacritics: πανηγυριστής Low diacritics: πανηγυριστής Capitals: ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: panēgyristḗs Transliteration B: panēgyristēs Transliteration C: panigyristis Beta Code: panhguristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, der eine πανήγυρις mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se rend à une fête solennelle.
Étymologie: πανηγυρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνηγῠριστής: οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ πανηγυρίζω
άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης.

Greek Monotonic

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.

Middle Liddell

πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,
one who attends a πανήγυρις, Luc.