πλατός: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />dont on peut s'approcher.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
|btext=ή, όν :<br />[[dont on peut s'approcher]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πελάω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:22, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾱτός Medium diacritics: πλατός Low diacritics: πλατός Capitals: ΠΛΑΤΟΣ
Transliteration A: platós Transliteration B: platos Transliteration C: platos Beta Code: plato/s

English (LSJ)

ή, όν, (πελάζω) approachable, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι A.Eu. 53 (Elmsl. for πλαστοῖσι, cf. πλατά· προσπέλαστα, Phot.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on peut s'approcher.
Étymologie: adj. verb. de πελάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλᾱτός -ή -όν [πελάζω] benaderbaar:. οὐ πλατοῖσι φυσιάμασιν met afstotelijk geblaas Aeschl. Eum. 53.

Russian (Dvoretsky)

πλᾱτός: [adj. verb. к πελάω к которому можно приблизиться: οὐ πλατὰ φυσιάματα Aesch. ядовитое дыхание (Горгон).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς, ευπρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα pelā-/ pelә2- (βλ. λ. πέλας) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο].

Greek Monotonic

πλᾱτός: -ή, -όν, συντετμ. αντί πελᾱτός, προσιτός, προσεγγίσιμος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾱτός: -ή, -όν, (πελάζω) ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, οὐ πλατοῖσι φυσιάμασι Αἰσχύλ. Εὐμ. 53, ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl, (Εὐρ. Μήδ. 149) ἀντὶ πλαστοῖσι· ― ὅμοιον σφάλμα συνεχῶς ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ἄπλαστος ἀντὶ ἄπλατος. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 79. 13, Φώτ.

Middle Liddell

πλᾱτός, ή, όν [shortd. for πελᾰτός]
approachable, Aesch.