ποικιλάνιος: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />aux rênes de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ἡνία]]. | |btext=ος, ον :<br />[[aux rênes de couleurs variées]].<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[ἡνία]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:25, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, with broidered reins, Pi.P.2.8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.
German (Pape)
dor. = ποικιλήνιος.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλάνιος: (ᾱ), атт. * ποικῐλήνιος 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.
English (Slater)
ποικῐλᾱνιος, -ον with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ-ήνιος].
Greek Monotonic
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. αντί -ήνιος, αυτός που έχει πολυποίκιλτα ηνία, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.
Middle Liddell
ποικιλ-άνιος, ον,
with broidered reins, Pind.