συγχορευτής: Difference between revisions
From LSJ
Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui fait partie du même chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[συγχορεύω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui fait partie du même chœur de danse]].<br />'''Étymologie:''' [[συγχορεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:46, 8 January 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, companion in the dance, Pl.Lg.654a, 665a, X.HG2.4.20.
German (Pape)
[Seite 971] ὁ, Mittänzer; Plat. Legg. II, 653 c; Xen. Hell. 2, 4, 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui fait partie du même chœur de danse.
Étymologie: συγχορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγχορευτής -οῦ, ὁ [συγχορεύω] mededanser.
Russian (Dvoretsky)
συγχορευτής: οῦ ὁ участник пляски, танцор Xen., Plut.
Greek Monolingual
ο, θηλ. συγχορεύτρια, ΝΑ συγχορεύω
αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό
αρχ.
λάτρης της ίδιας θεότητας.
Greek Monotonic
συγχορευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που χορεύει μαζί με κάποιον άλλο, σύντροφος στον χορό, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συγχορευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συγχορεύων, Πλάτ. Νόμ. 653Ε, 665Α, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 20.