συγγέωργος: Difference between revisions
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui travaille à la terre avec un autre.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γεωργός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[qui travaille à la terre avec un autre]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γεωργός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 14:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, fellow-labourer, Ar.Pl.223 (proparox., v. Sch.), Sammelb.7457.3 (Egypt, ii B.C.), PSI9.1043.20 (ii A.D.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui travaille à la terre avec un autre.
Étymologie: σύν, γεωργός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-γέωργος -ου, ὁ mede-landwerker, mede-boer
Russian (Dvoretsky)
συγγέωργος: или συγ-γεωργός ὁ товарищ-земледелец, товарищ по совместному возделыванию земли Arph.
Greek (Liddell-Scott)
συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης, γεωργός, Ἀριστοφ. Πλ. 223 (περὶ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε Σχολ.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. αυτός που καλλιεργεί έναν τόπο μαζί με άλλους
2. στον πληθ. οί συγγέωργοι
μέλη συνδέσμου γεωκτημόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γεωργός.
Greek Monotonic
συγγέωργος: ὁ, συνεργάτης στις γεωργικές εργασίες, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
συγ-γέωργος, ὁ,
a fellow-labourer, Ar.