ἀναμάξευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />impraticable aux voitures.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαξεύω]].
|btext=ος, ον :<br />[[impraticable aux voitures]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἁμαξεύω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμάξευτος Medium diacritics: ἀναμάξευτος Low diacritics: αναμάξευτος Capitals: ΑΝΑΜΑΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anamáxeutos Transliteration B: anamaxeutos Transliteration C: anamakseftos Beta Code: a)nama/ceutos

English (LSJ)

ον, impassable for wagons, Hdt.2.108.

Spanish (DGE)

-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.

German (Pape)

[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: , ἁμαξεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμάξευτος: непроезжий (sc. χώρα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.

Greek Monolingual

ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.

Greek Monotonic

ἀναμάξευτος: -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἁμαξεύω
impassable for wagons, Hdt.