ἀδιακόντιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />invulnérable aux traits.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διακοντίζομαι]].
|btext=ος, ον :<br />[[invulnérable aux traits]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διακοντίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδιακόντιστος''': -ον, ὃν οὐδὲν [[ἀκόντιον]] δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[ἀναίσθητος]], ἄτρωτος.
|lstext='''ἀδιακόντιστος''': -ον, ὃν οὐδὲν [[ἀκόντιον]] δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, [[ὅπερ]] ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει [[ἀναίσθητος]], ἄτρωτος.
}}
}}

Revision as of 15:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδιακόντιστος Medium diacritics: ἀδιακόντιστος Low diacritics: αδιακόντιστος Capitals: ΑΔΙΑΚΟΝΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: adiakóntistos Transliteration B: adiakontistos Transliteration C: adiakontistos Beta Code: a)diako/ntistos

English (LSJ)

ον, which no dart can pierce, δέρμα prob. in Ael.VH 13.15 (interpol., codd. -κόνιστος, which Hsch. explains ἀναίσθητος, ἄτρωτος).

Spanish (DGE)

-ον
1 de pers. invulnerable a la crítica o la polémica, Phld.Cont.18.15, cf. Hsch.
2 de cosas que no puede ser atravesado δέρμα Ael.VH 13.15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
invulnérable aux traits.
Étymologie: , διακοντίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιακόντιστος: -ον, ὃν οὐδὲν ἀκόντιον δύναται νὰ διαπεράσῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Passow ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 13, 15, ἀντὶ τοῦ ἀδιακόνιστος, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει ἀναίσθητος, ἄτρωτος.