ἁρματοτροχιά: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich

Menander, Monostichoi, 269
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ornière.<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[τροχός]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />[[ornière]].<br />'''Étymologie:''' [[ἅρμα]], [[τροχός]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 15:44, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμᾰτοτροχιά Medium diacritics: ἁρματοτροχιά Low diacritics: αρματοτροχιά Capitals: ΑΡΜΑΤΟΤΡΟΧΙΑ
Transliteration A: harmatotrochiá Transliteration B: harmatotrochia Transliteration C: armatotrochia Beta Code: a(rmatotroxia/

English (LSJ)

Ep. -ιή, ἡ, wheel-track of a chariot, Il.23.505, Ph.1.312, Luc.Dem.Enc.23, Ael. VH2.27, Q.S.4.516.

Spanish (DGE)

(ἁρμᾰτοτροχιά) -ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ép. ἁρμᾰτροχιή Il.23.505; tb. ἁρματροχιά Ph.1.312, Q.S.4.516, Phot.α 2842
rodera, releje, surco de las ruedas del carro οὐδέ τι πολλὴ γίγνετ' ἐπισσώτρων ἁρματροχιὴ ... ἐν λεπτῇ κονίῃ Il.l.c., cf. Q.S.l.c., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἁρματοτροχιᾶς ... μηδὲν παραβάντας Luc.Dem.Enc.23, cf. Ael.VH 2.27, τὰς ἁρματοτροχιάς ἀλεείνειν Luc.l.c., cf. Ph.l.c., Phot.l.c.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, Wagengeleis, Ael. H. A. 2, 36; Luc. Dem. enc. 23.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ornière.
Étymologie: ἅρμα, τροχός.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματοτροχιά: ἡ, ἡ γραμμὴ ἣν σχηματίζουσιν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους οἱ τροχοὶ τοῦ ἅρματος, Λουκ. Δημοσθ. 23, Αἰλ. π. Ζ. 2. 37: - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν ποιητ. τύπ. ἁρματροχιή, Ἰλ. Ψ. 505· πρβλ. Κ. Σμ. 4. 516.

Greek Monolingual

ἁρματοτροχιά, η (Α)
η γραμμή που σχηματίζουν στο έδαφος οι τροχοί του άρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + τροχιά.

Greek Monotonic

ἁρματοτροχιά: ἡ (τροχός), ίχνη των τροχών ενός άρματος, σε Λουκ.· ο Όμηρ. χρησιμοποιεί τον ποιητ. τύπο ἁρματροχιή, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τροχός
the wheel-track of a chariot, Luc.:—Hom. uses poet. form ἁρματροχιή, Il.