Ἀνάκειον: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />sanctuaire des Dioscures.<br />'''Étymologie:''' [[Ἄνακες]]. | |btext=ου (τό) :<br />][[sanctuaire des Dioscures]].<br />'''Étymologie:''' [[Ἄνακες]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:30, 8 January 2023
English (LSJ)
τό, (Ἄνακες) temple of the Ἄνακες or Dioscuri, And.1.45, Th.8.93, D.45.80 (cf. AB212), IG4.1028.4 (Epid., ii B. C.); ἐν τῷ ϝανακείῳ ib.9(1).129 (Elatea, V B.C.); cf. ἀναγκαῖον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. Ἀνάκιον IG 22.1400.44; Ϝανάκειον IG 9(1).129 (Elatea V a.C.)
Anaceon templo de los Dioscuros (v. ἄναξ) en Atenas Th.8.93, D.45.80, IG 22.1400.44 (IV a.C.), 22.968.48 (III a.C.), 42.480 (Epidauro II a.C.), Polyaen.1.21, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
]sanctuaire des Dioscures.
Étymologie: Ἄνακες.
Russian (Dvoretsky)
Ἀνάκειον: v.l. Ἀνακεῖνον τό Анакей, храм Диоскуров Thuc., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀνάκειον: τό, (Ἄνακες) ὁ ναὸς τῶν Ἀνάκων, «τὸ τῶν Διοσκούρων ἱερόν», - «ἀνακεῖον (προπερισπωμένως), Διοσκούρων ἱερόν, οὗ νῦν οἱ μισθοφοροῦντες δοῦλοι ἑστᾶσιν» Β. Α. 212. 12. - ἔθεντο ἐν τῷ Ἀνακείῳ τὰ ὅπλα Ἀνδοκ. 7. 10, πρβλ. Δημ. 1125. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 1949· πρβλ. ἀναγκαῖον. - Ὑπάρχει καὶ γραφή, ἀνάκιον, «Ἄνακες καὶ Ἀνάκιον, Ἀττικῶς. Διόσκουροι καὶ Διοκορεῖον Ἑλληνικῶς» Μοῖρις σ. 77.
Greek Monotonic
Ἀνάκειον: τό (Ἄνακες), ο ναός των Διόσκουρων, σε Ανδοκ. κ.λπ.· πρβλ. ἀναγκαῖον.
Middle Liddell
Ἄνακες
the temple of the Dioscuri, Andoc., etc.; cf. ἀναγκαῖον.