ἱπποβοσκός: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui élève des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />][[qui élève des chevaux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], [[βόσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:41, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποβοσκός Medium diacritics: ἱπποβοσκός Low diacritics: ιπποβοσκός Capitals: ΙΠΠΟΒΟΣΚΟΣ
Transliteration A: hippoboskós Transliteration B: hippoboskos Transliteration C: ippovoskos Beta Code: i(ppobosko/s

English (LSJ)

όν, (βόσκω) feeding horses, Ael.NA6.10, Suid., Gloss.

German (Pape)

[Seite 1259] Rosse weidend, Ael. H. A. 6, 10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
]qui élève des chevaux.
Étymologie: ἵππος, βόσκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποβοσκός: -όν, (βόσκω) ὁ βόσκων ἵππους, Αἰλ. π. Ζ. 6. 10, Σουΐδ. ἐν λέξει βοτά.

Greek Monolingual

ο
γένος δίπτερων εντόμων της οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo- (πρβλ. ίππος) + -bosca (πρβλ. -βοσκός (< βόσκω)].

Greek Monolingual

ἱπποβοσκός, -όν (Α)
αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.