ὑψιπαγής: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se dresse fixe.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πήγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />][[qui se dresse fixe]].<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:00, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, A high-built, towering, Σίπυλος APl.4.132 (Theodorid.). 2 set on high, ὅπλα ὑ. κρεμάσασα Nonn.D.2.712.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
]qui se dresse fixe.
Étymologie: ὕψι, πήγνυμι.
German (Pape)
ές, hoch befestigt, Σίπυλος, mit hohen Türmen, Theodorid. 7 (Plan. 132).
Russian (Dvoretsky)
ὑψιπᾰγής: сложенный ввысь, т. е. высокий (τύμβος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπᾰγής: -ές, ὁ ἐν τῷ ὕψει ἐστερεωμένος, ὑψηλός, Ἀνθ. Π. 8. 177, Πλαν. 132.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη («ὄγδοον ἔσκον ἔγωγε πελώριος ἐνθάδε τύμβος, ὑψιπαγής», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. εὐ-παγής].
Greek Monotonic
ὑψῐπᾰγής: -ές (πᾰγῆναι), αυτός που είναι στερεωμένος στα ύψη, πανύψηλος, σε Ανθ.