ὀγκηθμός: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /> | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[braiement]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀγκάομαι]] ; cf. [[βληχηθμός]], [[κνυζηθμός]], [[μυκηθμός]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:35, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, A braying, of the ass, Luc.Asin.15, Gloss. II lowing, of the ox, Nonn.D.5.71.
German (Pape)
[Seite 290] ὁ, das Brüllen, bes. des Esels, Luc. Asin. 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
braiement.
Étymologie: ὀγκάομαι ; cf. βληχηθμός, κνυζηθμός, μυκηθμός.
Russian (Dvoretsky)
ὀγκηθμός: ὁ крик, рев (преимущ. осла) Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκηθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ὄνος 15.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀγκηθμός)
κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα
αρχ.
μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, μυκη-θμός)].