λειοτριβής: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=[ῐ] ής, ές :<br />réduit en poudre fine, Diosc.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[τρίβω]]. | |btext=[ῐ] ής, ές :<br />[[réduit en poudre fine]], [[Diosc]].<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[τρίβω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 18:15, 8 January 2023
German (Pape)
[Seite 24] ές, glatt zerrieben, od. sein zerrieben, Diosc.
French (Bailly abrégé)
[ῐ] ής, ές :
réduit en poudre fine, Diosc.
Étymologie: λεῖος, τρίβω.
Greek (Liddell-Scott)
λειοτριβής: -ές, λείως τετριμμένος, λεῖος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
Greek Monolingual
-ές (Α λειοτριβής, -ές)
αυτός που με την τριβή έχει μεταβληθεί σε σκόνη, κονιοποιημένος, ψιλοκοπανισμένος, ψιλοαλεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].