Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαρκοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange de la chair, carnivore.<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]], [[βιβρώσκω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui mange de la chair]], [[carnivore]].<br />'''Étymologie:''' [[σάρξ]], [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοβόρος Medium diacritics: σαρκοβόρος Low diacritics: σαρκοβόρος Capitals: ΣΑΡΚΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sarkobóros Transliteration B: sarkoboros Transliteration C: sarkovoros Beta Code: sarkobo/ros

English (LSJ)

ον, (βορά) eating flesh, carnivorous, ἄνθρωποι Ph.1.665; (ζῷα) Plu.2.956c; θῆρες Man.5.193; also βούβρωστις σ. MAMA4.140 (Apollonia).

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch essend, fressend, ζῷα, Plut. ign. an aqua 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange de la chair, carnivore.
Étymologie: σάρξ, βιβρώσκω.

Russian (Dvoretsky)

σαρκοβόρος: плотоядный (θηρία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ τρώγων σάρκα, σαρκοφάγος, ζῷον Πλούτ. 2. 956C· ὄρνιθες Μανέθων 5. 193· ― σαρκοβορέω, Σχόλ. εἰς Θουκ. 2. 50· σαρκοβορία, ἡ, Μανασσ. Χρον. 159.

Greek Monolingual

-α, -ο / σαρκοβόρος, -ον, ΝΑ
1. (για οργανισμούς) αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα σαρκοβόρα
ζωολ. τα σαρκοφάγα
2. φρ. «σαρκοβόρο φυτό»
βοτ. φυτό ειδικά προσαρμοσμένο για να συλλαμβάνει έντομα και άλλα μικρά ζώα και να τρέφεται με αυτά υποβάλλοντάς τα στην αποσυνθετική δράση πεπτικών ενζύμων και βακτηρίων, αλλ. εντομοφάγο φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -βόρος (< βορά), πρβλ. παιδο-βόρος, ωμο-βόρος].