ἀνδριαντοποιός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />statuaire, sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδριάς]], [[ποιέω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[statuaire]], [[sculpteur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνδριάς]], [[ποιέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ὁ, sculptor, Pi.N.5.1, Pl.R.54cc, etc.; statuary in bronze (cf. ἀνδριάς), opp. λιθουργός, Arist.EN1041a11.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
escultor οὐκ ἀνδριαντοποιὸς εἰμί Pi.N.5.1, οἱ ἀρχαῖοι γραφεῖς καὶ ἀνδριαντοποιοί Arist.Pr.895b37, ἀνδριαντοποιοὶ μίμησιν σώματος ποιέουσιν Hp.Vict.1.21, οἰκοδόμων καὶ ἀνδριαντοποιῶν Plu.2.99a, τὸν ἀνδριαντοποιὸν Φειδίαν ... χαλκὸν λαβόντα ... ἀνδριάντας ἀπεργάσασθαι Ph.1.370, cf. Pl.R.540c, Io 533b, Plt.277a, Luc.Phal.1.11, Didyma 81.10
•esp. escultor en bronce op. λιθουργός Arist.EN 1141a11.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, Bildsäulen machend, Bildhauer, Pind. N. 5, 1; Plat. Alc. II, 140 c u. A.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἀνδριάς, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδριαντοποιός: ὁ ваятель статуй, скульптор Pind., Xen., Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοποιός: -οῦ, ὁ, ὁ κατασκευάζων ἀνδριάντας, ἀνδριαντουργός, Πινδ. Ν. 5. 1, Πλάτ. Πολ. 540C, κτλ.
English (Slater)
ἀνδρῐαντοποιός sculptor οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ (N. 5.1)
Greek Monolingual
ο (Α ἀνδριαντοποιός)
κατασκευαστής ανδριάντων.
Greek Monotonic
ἀνδριαντοποιός: ὁ (ἀνδριάς, ποιέω), αγαλματοποιός, γλύπτης, ανδριαντουργός, σε Πίνδ., Πλάτ.
Middle Liddell
ἀνδριάς, ποιέω
a statue-maker, statuary, sculptor, Pind., Plat.