ἀσυμφωνία: Difference between revisions

From LSJ

περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />manque d'accord, dissonance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσύμφωνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[manque d'accord]], [[dissonance]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀσύμφωνος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυμφωνία Medium diacritics: ἀσυμφωνία Low diacritics: ασυμφωνία Capitals: ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ
Transliteration A: asymphōnía Transliteration B: asymphōnia Transliteration C: asymfonia Beta Code: a)sumfwni/a

English (LSJ)

ἡ, want of harmony, discord, Pl.Lg.861a, Ph.1.5; incoherence, πολλῆς ἀσυμφωνίας ἔγεμεν ὁ λόγος Carneisc.Herc.1027.10.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): át. ἀξυμ- Pl.Lg.861a
1 mús. y gram. disonancia περιίσταται γὰρ τὸ ὅλον εἰς ἀσυμφωνίαν Aristid.Quint.11.21, cf. Priscian.Inst.2.371.5.
2 fig. falta de acuerdo o armonía ταραχή τε καὶ ἀξυμφωνία Pl.l.c., ἀσυμφωνίας μεστή Ph.1.5, ἃ ... οὐδεμίαν ἕξει μάχην σχόντα ἄν τινα ἀσυμφωνίαν las cuales ... no tendrán problema aún cuando tengan alguna contradicción de las palabras del Timeo, Plot.3.4.5, τὴν γὰρ ἔχθραν ἀσυμφωνίαν εἶναι Chrysipp.Stoic.3.166, ὁμολογεῖν δεήσει καὶ τοῦτο τῆς αὐτῆς ἀσυμφωνίας ἔχεσθαι S.E.M.8.186, ἀ. τοῦ κόσμου Hippol.Haer.5.8.22, ἀκαταστασίαι καὶ ἀσυμφωνίαι Hippol.Dan.4.6.4
discrepancia entre autores, Tat.Orat.31
incoherencia de un razonamiento, Praxiph.7.10, ἀσυμφωνίας καὶ διαφορᾶς λύσις del pensamiento platónico, Plu.2.1015f.

German (Pape)

[Seite 380] ἡ, Mangel an Einklang, Uneinigkeit, neben ταραχή Plat. Legg. IX, 861 a; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'accord, dissonance.
Étymologie: ἀσύμφωνος.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυμφωνία: староатт. ἀξυμφωνία ἡ несозвучность, нестройность, неслаженность Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμφωνία: παλ. Ἀττ. ἀξυμφωνία, ἡ, ἔλλειψις συμφωνίας, ἁρμονίας, διαφωνία, παραφωνία, Πλάτ. Νόμ. 861Α. Τὸ ῥῆμα ἀσυμφωνέω μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλωτίνου.

Greek Monolingual

η (Α ἀσυμφωνία και ἀξ-)
έλλειψη συμφωνίας, διαφωνία, διαφορά
αρχ.
έλλειψη μουσικής αρμονίας.

English (Woodhouse)

clashing, disagreement, discordance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)