ἄποιος: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans qualité, sans propriété.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ποῖος]].
|btext=ος, ον :<br />[[sans qualité]], [[sans propriété]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ποῖος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:10, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποιος Medium diacritics: ἄποιος Low diacritics: άποιος Capitals: ΑΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ápoios Transliteration B: apoios Transliteration C: apoios Beta Code: a)/poios

English (LSJ)

ον, (ποιός) A without quality or without attribute, στοιχεῖα Placit.1.15.8; ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111; ποιότης Plot.1.8.10; γεῦσις Aret.SA2.7; τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30; ἄποιον ὕδωρ = pure water, Ath.1.33c (Sup.); ἄποιος βοτάνη Orib.Fr.52; ἄποιος διαβήτης = diabetes insipidus.II (ποιεῖν) inert, ἄποιον δὲ καὶ ἀδύναμον (v.l. ἀδύνατον) τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. eund. in Ti.3.337 D.

Spanish (DGE)

-ον
inerte ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. in Ti.3.337.29, ἄψυχόν τι σῶμα καὶ ἄ. ἀργόν τε καὶ ἄπρακτον Plu.2.374e.
-ον
1 sin cualidad o accidente τὰ ... στοιχεῖα Placit.1.15.8, ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111, Plu.2.369a, Porph.Sent.21, Origenes Or.27.8, Clem.Al.Strom.5.14.89, ποιότης Plot.1.8.10, πάλιν δή φησι ... τὸν Σφαῖρον ἀποτελεῖν ἄποιον ὑπάρχοντα Phlp.in GC 19.7, οἱ ἄτομοι Plu.2.1110f (= Democr.A 57), φύσις Origenes Io.13.21 (p.245.6), cf. Athenag.Leg.10.3
subst. τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30, de Dios, Gr.Nyss.M.44.1225B.
2 sin gusto, sin sabor γεῦσις Aret.SA 2.7.5, ὕδωρ Ocell.2.3, Didym.M.39.700B, τὰ ἀποιότατα τῶν ὑδάτων Ath.33c, ἔλαιον Aret.CA 1.10.7, βοτάνη Orib.Ec.51.1, ἄποιον· ἀνήδονον, ἄνοστον Hsch.

German (Pape)

[Seite 304] ohne Qualität, ohne Eigenschaft, ὕλη, Materie, Plut. adv. St. 39. Dah. ὕδωρ άποιότατον, reines, farb- u. geschmackloses Wasser, Ath. I, 33 b. Auch vom Geschmack, γεῦσις, Medic.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans qualité, sans propriété.
Étymologie: , ποῖος.

Russian (Dvoretsky)

ἄποιος: филос. бескачественный (ὕλη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄποιος: -ον, (ποιὸς) ἄνευ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· γεῦσις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον ὕδωρ, καθαρὸν ὕδωρ, Ἀθήν. 33C.

Greek Monolingual

ἄποιος, -ον (Α) ποιός
1. αυτός που δεν έχει ποιότητα, ιδιότητα («ἄποια στοιχεῖα», «ἄποιος γεῡσις»)
2. φρ. «ἄποιον ὕδωρ» — καθαρό νερό.