ἑξάς: Difference between revisions
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=άδος (ἡ) :<br />le nombre six, demi-douzaine.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]]. | |btext=άδος (ἡ) :<br />[[le nombre six]], [[demi-douzaine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:15, 8 January 2023
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ἕξ) the number six, Ph.1.3, Luc.Sat.4, Plu.Lyc.5, etc.: pl., ἑξάδες ἄρτων, υἱῶν, Ph.2.239,418.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
1 el número seis Μωυσῆς ... ἑξάδι μὲν τὴν γένεσιν τῶν τοῦ κόσμου μερῶν ἀναθείς ref. a los seis días de la creación, Ph.2.281, ἑ. μὲν γὰρ ἀρτιοπέριττος ἀριθμός el seis es un número par e impar a la vez Ph.ib., cf. Luc.Sat.4, Plu.Lyc.5, πάντων ἀριθμῶν πρῶτος τέλειος ... ἡ δ' ἑ. ὡς ἴση τοῖς αὑτῆς μέρεσι Plu.2.738f, cf. Speus.28.41, 42, Nicom.Ar.1.19, Hippol.Haer.8.13.1, en la teoría musical μέχρι γὰρ ἑξάδος ηὐξήθη συλλαβή τε καὶ πούς καὶ μέτρον διὰ τὴν τοῦ ἀριθμοῦ τελειότητα Aristid.Quint.45.15, cf. 102.10.
2 grupo de seis, héxada gener. c. gen. αἱ διτταὶ τῶν ... ἄρτων ἑξάδες Ph.2.239, cf. 418, abs. τάσσειν τοὺς ἐργαζομένους ... εἰς ἑξάδας Gp.2.45.4, esp. en fil., entre los neoplatónicos ἀπὸ γὰρ τῶν ἀπολύτων ἑξάδων τῆς τε ἀρρενωποῦ καὶ τῆς θηλυπρεποῦς de los dos grupos de seis dioses, Procl.in Ti.1.220.26, cf. Dam.in Prm.382, entre los gnósticos, considerada un eón, Val.Gn.Fr. en Epiph.Const.Haer.31.6.8, en astrol., Vett.Val.222.20, 223.9.
3 entre los pitagóricos casamiento, matrimonio γάμος γὰρ παρὰ τοῖς Πυθαγορείοις, ὡς ἂν γόνιμος ἀριθμός, ἡ ἑξὰς καλεῖται Clem.Al.Strom.5.14.93.
German (Pape)
[Seite 873] άδος, ἡ, die Zahl Sechs, Luc. Saturn. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
le nombre six, demi-douzaine.
Étymologie: ἕξ.
Greek Monolingual
(I)
ἑξάς, η (Α) έξ
βλ. εξάδα.
(II)
ο (Α ἑξᾱς)
νεοελλ.
(ναυτ.-αστρον.) γωνιομετρικό όργανο που προσδιορίζει με αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης που βρίσκεται ένα σκάφος κατά τον πλου ή μετρά τα ύψη τών αστέρων από αεροσκάφος, διαστημόπλοιο ή κατάστρωμα πλοίου, παρά την έλλειψη σταθερότητας του παρατηρητή
αρχ.
1. το ρωμαϊκό νόμισμα sextans, ίσο με δύο ουγγιές
2. νόμισμα του Τάραντα της Σικελίας, ίσο με 6⅔ δραχμές χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. λατ. sextans)].
Greek Monotonic
ἑξάς: -άδος, ἡ (ἕξ), το ουσ. του αριθμού έξι, σε Πλούτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἑξάς: άδος ἡ число шесть, шестерка Arst., Luc., Plut.