δασπλής: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />terrible.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />[[terrible]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 10:35, 9 January 2023
German (Pape)
[Seite 523] ῆτος, ὁ, ἡ, = folgdm, Εὐμενίδες Euphor. bei Schol. Soph. O. C. 681; ὀδόντες Nonn. D. 4, 400; πέλεκυς, μάχαιρα, 21, 63. 22, 219 u. öfter; διάστασις Paul. Sil. 39 (V, 241).
French (Bailly abrégé)
ῆτος (ὁ, ἡ)
terrible.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Spanish (DGE)
-ῆτος
• Morfología: [ac. δάσπλητα Hsch.]
terrible, espantoso de seres míticos Χάρυβδις Simon.17.1, Εὐμενίδες Euph.116, cf. Call.Fr.30
•de pers. γυναῖκες Nonn.D.46.210
•de anim. δύω δασπλῆτε ... δράκοντε Nic.Th.609
•de cosas ὀδόντες Nonn.D.4.400, cf. 15.32, πέλεκυς Nonn.D.21.63
•de abstr. διάστασις AP 5.241 (Paul.Sil.), μόθος Nonn.D.23.25, κοιρανίη Nonn.D.14.298, ἀνάγκη Nonn.Par.Eu.Io.7.46.
Greek Monolingual
δασπλής (-ῆτος), ο, η (Α)
τρομερός, φοβερός («δασπλῆτα Χάρυβδιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του δασπλήτις που αποδίδεται στη Χάρυβδη, στις Ευμενίδες και στα φίδια].