διεκθέω: Difference between revisions
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
m (Text replacement - "tr" to "tr") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />traverser en courant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκθέω]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />[[traverser en courant]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἐκθέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:40, 9 January 2023
English (LSJ)
run through, extend, ἄχρι τῆς γῆς Arist.Mu.395a22; διά τινος Plu.2.666b: c. gen., ib.589d: abs., Id.Dio 30; ἐς ἔμετον, of bile, Aret.SA 2.5.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): διεκθείω Aret.CA 2.8.3
I intr.
1 lanzarse a través de, precipitarse del relámpago βιαίως ἄχρι τῆς γῆς διεκθέον Arist.Mu.395a22
•pasar a través c. gen. διεκθεῖν τῶν (ἐχόντων) μανοτέρους (πόρους) Plu.2.916e, c. διά: δι' ὧν φωναί τε καὶ ὀσμαὶ διεκθέουσιν Plu.2.666b
•salir ἐν οὐρήσει διεκθείουσι οἱ λίθοι Aret.l.c.
2 correr de un lado para otro τῶν φευγόντων Συρακουσίων ... καὶ διεκθεόντων Plu.Dio 30.
II tr.
1 hacer salir, precipitar hacia afuera de la bilis διεκθέει ἐς ἔμετον τὰ ἐν τῷ στομάχῳ ἁλιζόμενα Aret.SA 2.5.1.
2 sobrepasar corriendo, a la carrera αὐτούς App.BC 2.80.
3 traspasar αἱ πληγαὶ ... τὰ δ' ἄλλ' ἀδήλως διεκθέουσαι λανθάνουσιν Plu.2.589d.
German (Pape)
[Seite 618] (s. θέω), durch- und herauslaufen; Arist. mund. 4; Plut. Pelop. 17 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
traverser en courant.
Étymologie: διά, ἐκθέω.
Russian (Dvoretsky)
διεκθέω: мчаться напролом, прорываться (φεύγοντες καὶ διεκθέοντες Plut.; ἄχρι τῆς γῆς διεκθέων κεραυνός Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, τρέχω διὰ μέσου ἔξω, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 19, Πλούτ. Πελοπ. 17.
Greek Monolingual
διεκθέω (AM) εκθέω
τρέχω προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι.
Greek Monotonic
διεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω διαμέσου έξω, σε Πλούτ.