αἰσχρόμητις: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />qui donne de honteux conseils.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]], [[μῆτις]].
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />[[qui donne de honteux conseils]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]], [[μῆτις]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:41, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχρόμητις Medium diacritics: αἰσχρόμητις Low diacritics: αισχρόμητις Capitals: ΑΙΣΧΡΟΜΗΤΙΣ
Transliteration A: aischrómētis Transliteration B: aischromētis Transliteration C: aischromitis Beta Code: ai)sxro/mhtis

English (LSJ)

ιος, ὁ, ἡ, fostering or forming base designs, A.Ag.222 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ιος que medita cosas vergonzosas A.A.222.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ, ἡ)
qui donne de honteux conseils.
Étymologie: αἰσχρός, μῆτις.

German (Pape)

παρακοπά, schändliche Ratschläge gebend, Aesch. Ag. 215 ch.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχρόμητις: ιος adj. дающий позорные советы (παρακοπά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, ἔχων ἢ σχηματίζων αἰσχρά, φαῦλα σχέδια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 222.

Greek Monolingual

αἰσχρόμητις (-ιος), ο, η (Α)
αυτός που έχει στον νου του αισχρά πράγματα, που έχει φαύλα σχέδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + μῆτις «γνώμη, σχέδιο, επιχείρηση»].

Greek Monotonic

αἰσχρόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, αυτός που εξυφαίνει, που απεργάζεται αισχρά σχέδια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

forming base designs, Aesch.