θυστάς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />relatif au sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[relatif au sacrifice]].<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:48, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυστάς Medium diacritics: θυστάς Low diacritics: θυστάς Capitals: ΘΥΣΤΑΣ
Transliteration A: thystás Transliteration B: thystas Transliteration C: thystas Beta Code: qusta/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, (θύω A) A sacrificial, θ. βοή the cry uttered in sacrificing, A.Th.269; θ. λιταί the prayers accompanying a sacrifice, S. Ant.1019. II as substantive,= θυτήρ, Sch.Opp.H.5.417;= θυιάς, Hsch. 2 sacrificial robe, E.Fr.1101.

German (Pape)

[Seite 1228] άδος, ἡ, zum Opfer gehörig; νόμισμα θυστάδος βοῆς Aesch. Spt. 251, der Opferruf, -gesang; θεοὶ οὐ δέχονται θυστάδας λιτάς, das Flehen beim Opfer, Soph. Ant. 1006. – Nach Hesych. sind αἱ θυστάδες die Bacchantinnen u. die Gottbegeisterten.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
relatif au sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Russian (Dvoretsky)

θυστάς: άδος adj. f θύω I] сопровождающая жертвоприношения (βοή Aesch.; λιταί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

θυστάς: -άδος, ἡ, (θύω Α) ἀνήκουσα εἰς θυσίαν, θυτική, θυστὰς βοή, ἡ κραυγὴ ἡ κατὰ τὴν προσφορὰν θυσίας γινομένη, Αἰσχύλ. Θήβ. 269· θ. λιταί, αἱ προσευχαὶ αἱ συνοδεύουσαι θυσίαν, Σοφ. Ἀντ. 1019. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = θυιάς, Ἡσύχ., ὅστις ἔχει ὡσαύτως: «θύστας· ὁ ἱερεὺς παρὰ Κρησί».

Greek Monolingual

θυστάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία, θυσιαστήρια, θυτική (α. «θυστάδος βοῆς» — της κραυγής που ακούγεται κατά την προσφορά θυσίας, Αισχύλ.
β. «θυστάδες λιταί» — προσευχές θυσιαστήριες, προσευχές που συνοδεύουν θυσία, Σοφ.)
2. ως ουσ.θυστάς
α) θυτήρ, θύτης
β) θυιάς
3. ένδυμα που φοριέται κατά τις θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο είτε του θύω (I) με τις σημασίες (1), (2α) και (3), είτε του θύω (ΙΙ) με τη σημασία (2β), και αποτελεί ένδειξη της πιθ. αρχικής ταυτίσεως τών δύο ρημάτων].

Greek Monotonic

θυστάς: -άδος, ἡ (θύω Α), θυσιαστικός, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

θυστάς, άδος, [θύω1]
sacrificial, Aesch., Soph.