τανυῆλιξ: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />de haute stature.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[ἧλιξ]]. | |btext=ικος (ὁ, ἡ)<br />[[de haute stature]].<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[ἧλιξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 11:15, 9 January 2023
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, ἡ, of advanced age, AP5.205 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1067] ικος, ὁ, ἡ, von langem, hohem Alter, Leon. Tar. 1 (V, 206).
French (Bailly abrégé)
ικος (ὁ, ἡ)
de haute stature.
Étymologie: τανύω, ἧλιξ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνῠῆλιξ: ῐκος adj. большого возраста, древний, по по друг. - большого роста, рослый (Μουσῶν ἐργάτιδες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνυῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακροχρόνιον ἡλικία, Ἀνθ. Π. 5. 206.
Greek Monolingual
-ήλικος, ὁ, ἡ, Α
ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + -ήλιξ (< ἧλιξ, -ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ-ῆλιξ. Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι.
Greek Monotonic
τᾰνυῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει παρατεταμένη ηλικία, σε Ανθ.
Middle Liddell
τᾰνυ-ῆλιξ, ῐκος, τανύω
of extended age, Anth.