ὀρθόπους: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />où l'on se tient droit, ferme.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />[[où l'on se tient droit]], [[ferme]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[πούς]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:10, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόπους Medium diacritics: ὀρθόπους Low diacritics: ορθόπους Capitals: ΟΡΘΟΠΟΥΣ
Transliteration A: orthópous Transliteration B: orthopous Transliteration C: orthopous Beta Code: o)rqo/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, A upright on their feet, ὀ. βαίνοντες ἄνις . . τιθήνης Nic.Al.419. II steep, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου S.Ant.985 (lyr.); cf. ὄρθιος 1, Ὀρθόπαγον.

German (Pape)

[Seite 375] ποδος, mit graden Füßen, grade stehend, Nic. Al. 419; – aber übertr., π άγος, steil, Soph. Ant. 972, wo Herm. es vom Cise erkl., auf dem man feststehen kann.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
où l'on se tient droit, ferme.
Étymologie: ὀρθός, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόπους: 2, gen. ποδος крутой (πάγος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ὁ ἔχων εὐθεῖς πόδας, ὀρθῶς πορευόμενος, ὀρθ. βαίνοντες ἄνις.. τιθήνης Νικ. Ἀλεξιφ. 419. ΙΙ. ἀνωφερής, ἀπόκρημνος, ὀρθόποδος ὑπὲρ πάγου Σοφ. Ἀντ. 985· πρβλ. ὄρθιος Ι, ὀρθόπαγον.

Greek Monolingual

ὀρθόπους, -ουν (Α)
1. αυτός που στέκεται ή βαδίζει σωστά
2. ανηφορικός, απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + πούς, ποδός (πρβλ. ταχύ-πους)].

Greek Monotonic

ὀρθόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό,
I. αυτός που έχει ίσα πόδια.
II. λέγεται για λόφο, ανηφορικός, απόκρημνος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀρθό-πους,
I. with straight feet:
II. of a hill, steep, Soph.