ῥέκτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />celui qui fait, qui agit.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέζω]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[celui qui fait]], [[qui agit]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥέζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:15, 9 January 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, = ῥεκτήρ, active, Plu. Brut.12, Aret.SD1.6.
German (Pape)
[Seite 837] ὁ, = ῥεκτήρ, VLL., Plut. Brut. 12 u. Synes., thätig.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
celui qui fait, qui agit.
Étymologie: ῥέζω.
Russian (Dvoretsky)
ῥέκτης: ου adj. m деятельный, энергичный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέκτης: -ου, ὁ, δραστήριος, ἐνεργός, Πλουτ. Βροῦτ. 12, Συνέσ. 209D, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ῥέκτης, ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥέκτας Α ῥέζω (Ι)]
δραστήριος, ενεργητικός, δημιουργικός («ἄλλως μὲν οὐκ ὄντα ῥέκτην οὐδὲ θαρραλέον»)
αρχ.
ιερεύς.
Greek Monotonic
ῥέκτης: -ου, ὁ, = ῥεκτήρ, δραστήριος, ενεργός, σε Πλούτ.