μετακυλώ: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
(24)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μετακυλίω]] (Α [[μετακυλίω]], Μ μετακυλῶ, -άω) [[κυλώ]]/[[κυλίω]]]]<br />[[μετατοπίζω]] [[κάτι]] από μια [[θέση]] σε [[άλλη]] κυλώντας το, [[ξανακυλώ]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόσο ή ασθενή) [[υποτροπιάζω]], [[πηγαίνω]] στο χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μετακυλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />(για τον τροχό του χρόνου) [[ξανακυλώ]], περιστρέφομαι [[πάλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υφίσταμαι]] [[μετακύλιση]].
|mltxt=και [[μετακυλίω]] (Α [[μετακυλίω]], Μ μετακυλῶ, -άω) [[κυλώ]]/[[κυλίω]]<br />[[μετατοπίζω]] [[κάτι]] από μια [[θέση]] σε [[άλλη]] κυλώντας το, [[ξανακυλώ]] [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για νόσο ή ασθενή) [[υποτροπιάζω]], [[πηγαίνω]] στο χειρότερο<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>μετακυλῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />(για τον τροχό του χρόνου) [[ξανακυλώ]], περιστρέφομαι [[πάλι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[υφίσταμαι]] [[μετακύλιση]].
}}
}}

Latest revision as of 18:42, 10 January 2023

Greek Monolingual

και μετακυλίωμετακυλίω, Μ μετακυλῶ, -άω) κυλώ/κυλίω
μετατοπίζω κάτι από μια θέση σε άλλη κυλώντας το, ξανακυλώ κάτι
νεοελλ.
(για νόσο ή ασθενή) υποτροπιάζω, πηγαίνω στο χειρότερο
μσν.
μέσ. μετακυλῶμαι, -άομαι
(για τον τροχό του χρόνου) ξανακυλώ, περιστρέφομαι πάλι
αρχ.
παθ. υφίσταμαι μετακύλιση.