πολιορκώ: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(33) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=πολιορκῶ, | |mltxt=πολιορκῶ, [[πολιορκέω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποκλείω]] με [[πολιορκία]] οχυρωμένη [[θέση]] με σκοπό την [[άλωση]] ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] [[κάτι]] επίμονα και ενοχλητικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιτριγυρίζω]] κάποιο [[πρόσωπο]] με σκοπό την ερωτική [[κατάκτηση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>πολιορκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (για [[πλοίο]]) [[υφίσταμαι]] αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)<br />β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από [[πρόχωμα]]<br />γ) [[περιέρχομαι]] ή βρίσκομαι σε στενόχωρη [[κατάσταση]] («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[υφίσταμαι]] [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκῶ</i> μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιορκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] -<i>ορκ</i>- της λ. [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]», <b>πρβλ.</b> [[ορκάνη]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[besiege]]=== | |||
Arabic: حاصر; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: [[belegeren]]; Finnish: piirittää, motittaa; French: [[assiéger]]; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: [[belagern]], [[einkesseln]], [[umzingeln]], [[umstellen]]; Greek: [[πολιορκώ]]; Ancient Greek: [[πολιορκέω]]; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: [[assediare]]; Latin: [[obsideo]]; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: [[cercar]], [[sitiar]], [[assediar]]; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: [[осаждать]], [[осадить]]; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: [[asediar]], [[sitiar]], [[poner sitio]]; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 15 April 2023
Greek Monolingual
πολιορκῶ, πολιορκέω, ΝΜΑ
1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.)
2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά
νεοελλ.
περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση του
αρχ.
παθ. πολιορκοῦμαι, -έομαι
α) (για πλοίο) υφίσταμαι αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)
β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από πρόχωμα
γ) περιέρχομαι ή βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», Πλάτ.)
δ) υφίσταμαι απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ορκῶ μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιορκος (< πόλις + -ορκος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα -ορκ- της λ. ἕρκος «φραγμός», πρβλ. ορκάνη)].
Translations
besiege
Arabic: حاصر; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: belegeren; Finnish: piirittää, motittaa; French: assiéger; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: belagern, einkesseln, umzingeln, umstellen; Greek: πολιορκώ; Ancient Greek: πολιορκέω; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: assediare; Latin: obsideo; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: cercar, sitiar, assediar; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: осаждать, осадить; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: asediar, sitiar, poner sitio; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати