λιμάρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[απόξεση]] ή [[λείανση]] με [[λίμα]], [[ρίνιση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φλυαρία]], [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμάρω]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ισμα</i> ([[πρβλ]]. <i>ακόν</i>-<i>ισμα</i>)].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[απόξεση]] ή [[λείανση]] με [[λίμα]], [[ρίνιση]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[φλυαρία]], [[πολυλογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιμάρω]], [[κατά]] τα ουσ. σε -<i>ισμα</i> ([[πρβλ]]. [[ακόνισμα]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:23, 8 May 2023

Greek Monolingual

το
1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση
2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε -ισμα (πρβλ. ακόνισμα)].