ἑτεροκλινής: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροκλινής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα από τα δύο μέρη («[[ἐπειδὴ]] ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ετεροκλινές</i><br />μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]] («ἑτεροκλινὲς [[χωρίον]]», κατηφορικό [[μέρος]], <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροκλινώς</i> (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα μόνο [[μέρος]], [[προς]] τη μία [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[ἑτεροκλινής]], -ές)<br />αυτός που ρέπει, που κλίνει [[προς]] το ένα από τα δύο μέρη («[[ἐπειδὴ]] ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ετεροκλινές</i><br />μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατηφορικός]] («ἑτεροκλινὲς [[χωρίον]]», κατηφορικό [[μέρος]], <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ετεροκλινώς</i> (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)<br />με [[κλίση]] [[προς]] το ένα μόνο [[μέρος]], [[προς]] τη μία [[πλευρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλινής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλίνω]]), [[πρβλ]]. [[ακλινής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:00, 8 May 2023
English (LSJ)
ές, leaning to one side, uneven, Hp.Art.24; of a building, D.C.57.21; τὰ ἑ. τῶν χωρίων sloping ground, X. Cyn.2.7. Adv. -νῶς one-sidedly, Sor.2.62; ἑ. ἔχειν πρὸς ἡδονήν to have a propensity to it, Arr.Epict.3.12.7.
German (Pape)
[Seite 1048] ές, nach der einen oder der andern Seite sich neigend, abschüssig, Hippocr.; χωρίον Xen. Cyn. 2, 8; Sp., wie D. Cass. 57, 21 στοὰ ἐπειδὴ ἑτ. ἐγένετο, ὠρθώθη. – Adv., ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρός τι, Hang zu Etwas haben, Arr. Epict. 3, 12, 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui penche d'un côté.
Étymologie: ἕτερος, κλίνη.
Russian (Dvoretsky)
ἑτεροκλῐνής: наклонный, покатый: τὰ ἑτεροκλινῆ τῶν χωρίων Xen. покатые места, отлогие спуски.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτεροκλινής: -ές, ῥέπων, κλίνων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, κεκλιμένος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, Δίων Κ. 57. 21· χωρίον ἑτ., κατωφερὲς μέρος, Ξεν. Κυν. 2. 7. -Ἐπίρρ. ἑτεροκλινῶς ἔχειν πρὸς ἡδονήν, ἔχειν ῥοπήν, κλίσιν, προδιάθεσιν πρὸς αὐτήν, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 12, 7.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, -ές)
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές
μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών
αρχ.
κατηφορικός («ἑτεροκλινὲς χωρίον», κατηφορικό μέρος, Ξεν.).
επίρρ...
ετεροκλινώς (ΑΜ ἑτεροκλινῶς)
με κλίση προς το ένα μόνο μέρος, προς τη μία πλευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + κλινής (< κλίνω), πρβλ. ακλινής].
Greek Monotonic
ἑτεροκλῐνής: -ές (κλίνω), αυτός που κλίνει προς ένα μέρος, κατηφορικός, κεκλιμένος, σε Ξεν.