νησίδα: Difference between revisions
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
(27) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[νησίς]])<br />μικρό [[νησί]], [[νησάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερυψωμένη [[λωρίδα]] στη [[μέση]] και [[κατά]] [[μήκος]] [[δρόμων]] διπλής κατεύθυνσης, η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, [[χωρίς]] να κινδυνεύουν, για να περάσουν τα τροχοφόρα<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> μεμονωμένος [[λόφος]] που υψώνεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] εκτεταμένης πεδιάδας σαν [[νησί]] που αναδύεται από την [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τεχνητή [[νησίδα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[εξέδρα]], ειδική [[πλωτή]] μεταλλική [[κατασκευή]] μεγάλων διαστάσεων που έχει τη [[δυνατότητα]] να παραμένει μόνιμα σε οριζόντια [[θέση]] και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και για [[άντληση]] πετρελαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=η (ΑΜ [[νησίς]])<br />μικρό [[νησί]], [[νησάκι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> υπερυψωμένη [[λωρίδα]] στη [[μέση]] και [[κατά]] [[μήκος]] [[δρόμων]] διπλής κατεύθυνσης, η οποία [[είναι]] [[συνήθως]] πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, [[χωρίς]] να κινδυνεύουν, για να περάσουν τα τροχοφόρα<br /><b>2.</b> <b>(γεωμορφ.)</b> μεμονωμένος [[λόφος]] που υψώνεται [[πάνω]] από την [[επιφάνεια]] εκτεταμένης πεδιάδας σαν [[νησί]] που αναδύεται από την [[θάλασσα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τεχνητή [[νησίδα]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[εξέδρα]], ειδική [[πλωτή]] μεταλλική [[κατασκευή]] μεγάλων διαστάσεων που έχει τη [[δυνατότητα]] να παραμένει μόνιμα σε οριζόντια [[θέση]] και χρησιμοποιείται [[κυρίως]] για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και για [[άντληση]] πετρελαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[κρηνίς]], [[σεληνίς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 8 May 2023
Greek Monolingual
η (ΑΜ νησίς)
μικρό νησί, νησάκι
νεοελλ.
1. υπερυψωμένη λωρίδα στη μέση και κατά μήκος δρόμων διπλής κατεύθυνσης, η οποία είναι συνήθως πλακόστρωτη ή δεντροφυτευμένη και στην οποία οι πεζοί μπορούν να περιμένουν, χωρίς να κινδυνεύουν, για να περάσουν τα τροχοφόρα
2. (γεωμορφ.) μεμονωμένος λόφος που υψώνεται πάνω από την επιφάνεια εκτεταμένης πεδιάδας σαν νησί που αναδύεται από την θάλασσα
3. φρ. «τεχνητή νησίδα»
τεχνολ. εξέδρα, ειδική πλωτή μεταλλική κατασκευή μεγάλων διαστάσεων που έχει τη δυνατότητα να παραμένει μόνιμα σε οριζόντια θέση και χρησιμοποιείται κυρίως για υποθαλάσσιες γεωτρήσεις και για άντληση πετρελαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κρηνίς, σεληνίς)].