οἰκτρόγοος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἰκτρόγοος]], -ον (Α)<br />αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτρός]] <span style="color: red;">+</span> [[γόος]] (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[οἰκτρόγοος]], -ον (Α)<br />αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰκτρός]] <span style="color: red;">+</span> [[γόος]] (<b>πρβλ.</b> [[αβρόγοος]], [[οξύγοος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκτρόγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ. | |lsmtext='''οἰκτρόγοος:''' -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:15, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, wailing piteously, piteous, λόγοι Pl.Phdr.267c.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui gémit lamentablement.
Étymologie: οἰκτρός, γόος.
German (Pape)
jämmerlich klagend, λόγοι, Plat. Phaedr. 267c.
Russian (Dvoretsky)
οἰκτρόγοος: жалобно стонущий, жалобный (λόγοι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτρόγοος: -ον, ὁ ἐκφράζων οἰκτρὸν γόον, οἰκτρογόων ἐπὶ γῆρας καὶ πενίαν ἑλκομένων λόγων Πλάτ. Φαῖδρ. 267C.
Greek Monolingual
οἰκτρόγοος, -ον (Α)
αυτός που θρηνεί με τρόπο που προκαλεί οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκτρός + γόος (πρβλ. αβρόγοος, οξύγοος)].
Greek Monotonic
οἰκτρόγοος: -ον, αυτός που θρηνεί ελεεινά, εξαθλιωμένος, σε Πλάτ.