νηποινεί: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νηποινεί]] και νηποινί (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]], ατιμώρητα, [[ατιμωρητί]] («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν [[πόλεων]] [[νηποινεὶ]] ἀποκτείνειν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήποινος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i> / <i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> | |mltxt=[[νηποινεί]] και νηποινί (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[χωρίς]] [[τιμωρία]], ατιμώρητα, [[ατιμωρητί]] («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν [[πόλεων]] [[νηποινεὶ]] ἀποκτείνειν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήποινος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>εί</i> / <i>ί</i> (<b>πρβλ.</b> [[αθεεί]], [[κληρωτί]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:15, 8 May 2023
English (LSJ)
Adv. of sq., with impunity, especially in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.
French (Bailly abrégé)
adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.
Greek Monolingual
νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθεεί, κληρωτί)].
Greek Monotonic
νηποινεί: ή -ί, Επίρρ., Λατ. impune, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, σε Πλάτ.
German (Pape)
= νηποινί.
Russian (Dvoretsky)
νηποινεί: или νηποινί adv. безнаказанно Xen., Plat., Dem.
Middle Liddell
Lat. impune, Plat. [from νήποινος