ὀγδοηκοστός: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀγδοηκοστός]], -ή, -όν)<br />(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει [[κατά]] αριθμητική [[σειρά]] τον αριθμό [[ογδόντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ογδοηκοστό</i><br />καθένα από τα [[ογδόντα]] ίσα μέρη ενός όλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εβδομηκο</i>-<i>στός</i>, <i>εξηκο</i>-<i>στός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀγδοηκοστός]], -ή, -όν)<br />(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει [[κατά]] αριθμητική [[σειρά]] τον αριθμό [[ογδόντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ογδοηκοστό</i><br />καθένα από τα [[ογδόντα]] ίσα μέρη ενός όλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> [[εβδομηκοστός]], [[εξηκοστός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδοηκοστός Medium diacritics: ὀγδοηκοστός Low diacritics: ογδοηκοστός Capitals: ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: ogdoēkostós Transliteration B: ogdoēkostos Transliteration C: ogdoikostos Beta Code: o)gdohkosto/s

English (LSJ)

ή, όν, eightieth, Id.Epid.1.3, Th.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 290] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quatre-vingtième.
Étymologie: ὀγδοήκοντα.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοηκοστός: восьмидесятый Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκοστός, εξηκοστός)].

Greek Monotonic

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν (ὀγδοήκοντα), ογδοηκοστός, σε Θουκ., κ.λπ.

Middle Liddell

ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα
eightieth, Thuc., etc.