ξανθοχίτων: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξανθοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό [[περίβλημα]], ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ( | |mltxt=[[ξανθοχίτων]], -ωνος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό [[περίβλημα]], ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξανθός]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[λευκοχίτων]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:39, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with yellow coat, ῥοιή AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 275] ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui a une écorce jaune.
Étymologie: ξανθός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
ξανθοχίτων: (ῐ) adj. в желтой одежке, с румяной кожицей (ῥοιή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὸν χιτῶνα, ξανθὸν φλοιόν, ῥοιὴ Ἀνθ. Π. 6. 102.
Greek Monolingual
ξανθοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκοχίτων)].
Greek Monotonic
ξανθοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.