νυκτιλόχος: Difference between revisions

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
m (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτιλόχος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη [[νύχτα]] («τὸ αἴτιον [[νυκτιλόχος]] [[μανία]]» — η [[μανία]] που εκδηλώνεται [[κατά]] τη [[νύχτα]], <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βωμο</i>-[[λόχος]])].
|mltxt=[[νυκτιλόχος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη [[νύχτα]] («τὸ αἴτιον [[νυκτιλόχος]] [[μανία]]» — η [[μανία]] που εκδηλώνεται [[κατά]] τη [[νύχτα]], <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] ([[πρβλ]]. [[βωμολόχος]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[auflauernd]]</i>, Sp.; <i>Vetera Lexica</i> erkl. [[λῃστής]].
|ptext=<i>bei [[Nacht]] [[auflauernd]]</i>, Sp.; <i>Vetera Lexica</i> erkl. [[λῃστής]].
}}
}}

Revision as of 14:56, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλόχος Medium diacritics: νυκτιλόχος Low diacritics: νυκτιλόχος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΟΧΟΣ
Transliteration A: nyktilóchos Transliteration B: nyktilochos Transliteration C: nyktilochos Beta Code: nuktilo/xos

English (LSJ)

ον, lying in wait by night, Theognost.Can.84, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλόχος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ἐνεδρεύων, λῃστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 18· ― νυκτιλοχέω, Βυζ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νυκτιλόχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» — η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμολόχος)].

German (Pape)

bei Nacht auflauernd, Sp.; Vetera Lexica erkl. λῃστής.