παντέλειος: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[τέλειος]] σε όλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παντέλεια]]<br />η τελευταία [[ημέρα]] τών Θεσμοφορίων στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «παντέλειον<br />ὁλόκληρον»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παντέλειος]] [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] [[δέκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελείως</i> Α<br />με παντέλειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] ( | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[τέλειος]] σε όλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παντέλεια]]<br />η τελευταία [[ημέρα]] τών Θεσμοφορίων στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «παντέλειον<br />ὁλόκληρον»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παντέλειος]] [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] [[δέκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελείως</i> Α<br />με παντέλειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] ([[πρβλ]]. [[υπερτέλειος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 8 May 2023
English (LSJ)
ον, later form of παντελής, in pure perfection, νοῦς Thphr.Fr.53 codd., Porph.Sent.22; σοφία Hierocl. in CA1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.Inst.64; π. ἀριθμός (i.e. ten) Ph.Fr.72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; τὰ π. the consummation (i. e. the chief day) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. -είως Erot. s.v. ἀπαρτί.
German (Pape)
[Seite 463] = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν θεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.
Greek (Liddell-Scott)
παντέλειος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ παντελής, ἴδε τὸ προηγ.· τὰ παντέλεια, ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α ὁ κατὰ πάντα τέλειος, σημειωτέον ὅτι πλήρη, τουτέστιν ἐν πᾶσι παντέλειον εἶναί φησι τὸν υἱὸν Κύριλλ. Ἀλ. ἐν Ἰω. 1, 16, σ. 100· - κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ. «παντέλειον: ὁλόκληρον». - Ἐπίρρ. παντελείως, Ἐρωτιαν. 44 ἐν λ. ἀπαρτί.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
τέλειος σε όλα
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια
η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον
ὁλόκληρον»
3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» — ο αριθμός δέκα.
επίρρ...
παντελείως Α
με παντέλειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τέλειος (πρβλ. υπερτέλειος)].