πετρίτης: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(32)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>1.</b> [[είδος]] κυνηγετικού, γυμνασμένου γερακιού («στα [[έμπα]] του μπήκε σαν [[αετός]], στα [[ξέβγα]] σαν [[πετρίτης]]», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναίος]], [[ορμητικός]] [[άνδρας]] («ὅλοι ἰσχυροὶ καὶ δυνατοί, δράκοντες καὶ πετρίτες», Διήγ. Αχιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιερακ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>1.</b> [[είδος]] κυνηγετικού, γυμνασμένου γερακιού («στα [[έμπα]] του μπήκε σαν [[αετός]], στα [[ξέβγα]] σαν [[πετρίτης]]», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναίος]], [[ορμητικός]] [[άνδρας]] («ὅλοι ἰσχυροὶ καὶ δυνατοί, δράκοντες καὶ πετρίτες», Διήγ. Αχιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[ιερακίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 8 May 2023

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
1. είδος κυνηγετικού, γυμνασμένου γερακιού («στα έμπα του μπήκε σαν αετός, στα ξέβγα σαν πετρίτης», δημ. τραγούδι)
μσν.
γενναίος, ορμητικός άνδρας («ὅλοι ἰσχυροὶ καὶ δυνατοί, δράκοντες καὶ πετρίτες», Διήγ. Αχιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ιερακίτης)].