ὀδακτάζω: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀδακτάζω]] (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)<br />[[δαγκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. [[προς]] το επίρρ. [[ὀδάξ]] «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα ρ. σε -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[κυπτάζω]]). Ο τ. <i>ὀδακτίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδάξ]], [[κατά]] τα ρήματα σε -[[τίζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>λακ</i>-[[τίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδάξ]]].
|mltxt=[[ὀδακτάζω]] (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)<br />[[δαγκώνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. [[προς]] το επίρρ. [[ὀδάξ]] «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί [[κατά]] τα ρ. σε -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[κυπτάζω]]). Ο τ. <i>ὀδακτίζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ὀδάξ]], [[κατά]] τα ρήματα σε -[[τίζω]] ([[πρβλ]]. [[λακτίζω]])<br /><b>βλ.</b> και λ. [[οδάξ]]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδακτάζω Medium diacritics: ὀδακτάζω Low diacritics: οδακτάζω Capitals: ΟΔΑΚΤΑΖΩ
Transliteration A: odaktázō Transliteration B: odaktazō Transliteration C: odaktazo Beta Code: o)dakta/zw

English (LSJ)

bite, gnaw, Call.Del.322, A.R.4.1608 : ὀδακτίζω, D.H. 14.10; cf. ὀδάξω.

German (Pape)

[Seite 291] poet. = ὀδάξω; Ap. Rh. 4, 1607; Paul. Sil. 2 (V, 244).

Russian (Dvoretsky)

ὀδακτάζω: Anth. = ὀδάξω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδακτάζω: δάκνω, δαγκάνω, Καλλ. εἰς Δῆλ. 322, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1608· - ὀδακτίζω, Διον. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. 493 Mai, πρβλ. ὀδάξω.

Greek Monolingual

ὀδακτάζω (ΑΜ, Α και ὀδακτίζω)
δαγκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαρτυρείται παρλλ. προς το επίρρ. ὀδάξ «με τα δόντια» και έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -τάζω (πρβλ. κυπτάζω). Ο τ. ὀδακτίζω < ὀδάξ, κατά τα ρήματα σε -τίζω (πρβλ. λακτίζω)
βλ. και λ. οδάξ].