ποντοχάρυβδις: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ύβδεως, ιων. γεν. -ύβδιος, ἡ, Α<br />(κωμ. [[επίθετο]] λαίμαργου) [[ρουφήχτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> [[Χάρυβδις]] ( | |mltxt=-ύβδεως, ιων. γεν. -ύβδιος, ἡ, Α<br />(κωμ. [[επίθετο]] λαίμαργου) [[ρουφήχτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόντος]] <span style="color: red;">+</span> [[Χάρυβδις]] ([[πρβλ]]. [[γαστροχάρυβδις]], [[μεθυσοχάρυβδις]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:21, 8 May 2023
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, seagulf, whirlpool, Com. epithet for a glutton, Hippon.85.1 (codd. Ath.). Cf. παντοχάρυβδις.
German (Pape)
[Seite 681] ἡ, Meercharybdis, Meerstrudel, -schlund, komische Bezeichnung eines unersättlichen Fressers, Hippon. bei Ath. XV, 698 c; Bergk verm. παντοχ., vgl. μεθυσοχάρυβδις.
Greek (Liddell-Scott)
ποντοχάρυβδις: [ᾰ], εως, Ἰων. ιος, ἡ, θαλάσσιον βάραθρον, ἢ θαλασσία δίνη, κωμικὸν ἐπίθετον ἀκορέστου τινὸς λαιμάργου, τὸ τοῦ Ὁρατίου barathrum macelli, Ἱππῶναξ 56 (Welcker), πρβλ. μεθυσοχάρυβδις.
Greek Monolingual
-ύβδεως, ιων. γεν. -ύβδιος, ἡ, Α
(κωμ. επίθετο λαίμαργου) ρουφήχτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + Χάρυβδις (πρβλ. γαστροχάρυβδις, μεθυσοχάρυβδις)].