ὀμματοστερής: Difference between revisions
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀμματοστερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει οφθαλμούς<br /><b>2.</b> αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο [[καύσωνας]] στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρομαι]] «στερούμαι»), | |mltxt=[[ὀμματοστερής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει οφθαλμούς<br /><b>2.</b> αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο [[καύσωνας]] στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄμμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στέρομαι]] «στερούμαι»), [[πρβλ]]. [[ηλιοστερής]], [[πατροστερής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:51, 9 May 2023
English (LSJ)
ές, A bereft of eyes, S.OC1260, E.Ph.327 (lyr.). II Act., depriving of eyes, φλογμὸς ὀ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, A.Eu.940 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 332] ές, der Augen beraubt; κρᾶς, Soph. O. C. 1262; Eur. Phoen. 331. – Auch act., der Augen beraubend, blendend, φλογμός τ' ὀμ. φυτῶν, Aesch. Eum. 900.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 privé de la vue;
2 qui prive de la vue.
Étymologie: ὄμμα, στερέω.
Russian (Dvoretsky)
ὀμμᾰτοστερής:
1 лишенный глаз, слепой (πρέσβυς Eur.);
2 сжигающий почки (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμᾰτοστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος τῶν ὀφθαλμῶν, Σοφ. Ο. Κ. 1260, Εὐρ. Φοίν. 328. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἀποστερῶν τῶν ὀφθαλμῶν, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότης ἥτις στερεῖ τὰ φυτὰ τῶν ὀφθαλμῶν («μπουμπουκίων») αὐτῶν, Αἰσχύλ. Εὐμ. 940.
Greek Monolingual
ὀμματοστερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς
2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιοστερής, πατροστερής].
Greek Monotonic
ὀμμᾰτοστερής: -ές (στερέω),·
I. αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.
II. Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν, θερμότητα που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα άνθη τους, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὀμμᾰτο-στερής, ές στερέω
I. bereft of eyes, Soph., Eur.
II. act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν heat that robs plants of their eyes or buds, Aesch.