πατροστερής
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
πατροστερές, reft of father, fatherless, A.Ch.253.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
privé de père.
Étymologie: πατήρ, στερέομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πατροστερής -ές [πατήρ, στερέω] van vader beroofd.
German (Pape)
ές, des Vaters beraubt, verwaist, γόνος, Aesch. Ch. 251.
Russian (Dvoretsky)
πατροστερής: лишившийся отца, осиротевший (γόνος Aesch.).
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που στερήθηκε τον πατέρα του, ο ορφανός από πατέρα («Ἠλέκτραν... πατροστερῆ γόνον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιοστερής].
Greek Monotonic
πατροστερής: -ές (στέρομαι), στερημένος από πατέρα, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πατροστερής: -ές, ὁ ἐστερημένος πατρός, ὁ ἄνευ πατρός, Αἰσχύλ. Χο. 253.
Middle Liddell
πατρο-στερής, ές στέρομαι
reft of father, Aesch.