Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκληρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόστομος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[άλογο]]) [[ατίθασος]], απείθαρχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αὐθαδό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σκληρόστομος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρό [[στόμα]]<br /><b>2.</b> (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (για [[άλογο]]) [[ατίθασος]], απείθαρχος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκληρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[αὐθαδόστομος]]].
}}
}}

Revision as of 11:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόστομος Medium diacritics: σκληρόστομος Low diacritics: σκληρόστομος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: sklēróstomos Transliteration B: sklērostomos Transliteration C: sklirostomos Beta Code: sklhro/stomos

English (LSJ)

ον, A hard-mouthed, of horses, Poll.1.197, Sch.S.El.724. II hard to pronounce, σῖγμα Aristox. ap. Ath.11.467a.

German (Pape)

[Seite 901] 1) hartmäulig, eigtl. vom Pferde, dah. unbändig, widerspenstig. – 2) vou harter Aussprache, hart od. schwer auszusprechen, σίγμα Aristox. bei Ath. XI, 467 b; Schol. Soph. El. 724.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόστομος: -ον, ὁ ἔχων σκληρὸν στόμα, δυσπειθής, δυσήνιος, ἐπὶ ἵππων, Πολυδ. Α΄, 197. ΙΙ. ὃν δυσκόλως προφέρει τις, σῖγμα Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 467Β.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκληρόστομος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει σκληρό στόμα
2. (για φθόγγο) αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να προφέρει, δυσκολοπρόφερτος
αρχ.
μτφ. (για άλογο) ατίθασος, απείθαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -στομος (< στόμα), πρβλ. αὐθαδόστομος].